lavo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

lavo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lowh₃-, (*lewh₃-) (=πλένω). Συγγενές με το αρχαία ελληνική λούω

Ρήμα[επεξεργασία]

lavo (la) (lavō1, lāvī, lavātum (& lautum), lavāre)

Κλίση[επεξεργασία]