laxiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
laxiste | laxistes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
laxiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που δρα πολύ επιεικώς
ενικός | πληθυντικός |
laxiste | laxistes |
laxiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό