Μετάβαση στο περιεχόμενο

leaven

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

leaven (en)

  • μαγιά, προζύμι, οποιαδήποτε ουσία χρησιμοποιείται για να φουσκώσει η ζύμη