leech
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
leech (en)
- (ζωολογία) η βδέλλα
- (μεταφορικά) ο εκμεταλλευτής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
leech (en)
- χρησιμοποιώ ιατρικά τις βδέλλες
- απομυζώ (εκμεταλλεύομαι)