leitmotiv
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
leitmotiv | leitmotivs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]leitmotiv (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
leitmotiv | leitmotivs |
leitmotiv (fr) αρσενικό