leitmotiv

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
leitmotiv leitmotivs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

leitmotiv (fr) αρσενικό