Μετάβαση στο περιεχόμενο

lettone

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
lettone lettoni

Επίθετο

[επεξεργασία]

lettone (it)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lettone (it)