levantarse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

levantarse (es), ενεστ.: me levanto, αορ.: me levanté, μετοχή: levantado)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]