σηκώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σηκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος σηκώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
σηκώνομαι, πρτ.: σηκωνόμουν, στ.μέλλ.: θα σηκωθώ, αόρ.: σηκώθηκα, μτχ.π.π.: σηκωμένος
- παύω να βρίσκομαι στην οριζόντια ή καθιστή στάση ώστε να σταθώ όρθιος
- (για μαθητή του σχολείου) πηγαίνω από το θρανίο μου στην έδρα ή στον πίνακα για να εξεταστώ στο μάθημα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (χυδαίο) μου σηκώνεται: έχω στύση