lew
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lew (pl) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) λιοντάρι
- (νόμισμα) το λέβα