lichotter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

lichotter (fr)

  • πίνω σε μικρές ποσότητες