lieben
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lieben < μέση άνω γερμανική lieben < παλαιά άνω γερμανική liuben
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈliːbn̩/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : lie‐ben
Ρήμα
[επεξεργασία]lieben (de)