liggen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
liggen (nl) (αόριστος : lag (πλ: lagen), παθ. μτχ. : gelegen)
- βρίσκομαι, είμαι ξαπλωμένος
liggen (nl) (αόριστος : lag (πλ: lagen), παθ. μτχ. : gelegen)