linguaphile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

linguaphile (en) ενικός
linguaphiles (en) πληθυντικός

  • γλωττόφιλος, αυτός που αγαπά τις γλώσσες/διαλέκτους