Μετάβαση στο περιεχόμενο

liséré

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
liséré lisérés

liséré (fr) αρσενικό

 δείτε τη λέξη  liseré