lithosphérique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

lithosphérique < lithosphère

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lithosphérique lithosphériques

lithosphérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. λιθοσφαιρικός
    plaque lithosphérique - λιθοσφαιρική πλάκα

Συγγενικά[επεξεργασία]