lithosphérique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lithosphérique < lithosphère
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lithosphérique | lithosphériques |
lithosphérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- λιθοσφαιρικός
- plaque lithosphérique - λιθοσφαιρική πλάκα