lizard

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lizard (en)

  1. (ζωολογία) η σαύρα
  2. κάποιος ενοχλητικά ευγενικός
  3. ο δειλός