lob

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

lob (en)

  • πετάω ψηλά ένα αντικείμενο το οποίο διαγράφει μια μεγάλη σε ύψος καμπύλη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lob (en)