loin
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]loin (en)
- η μέση, το μέρος του σώματος μεταξύ των πλευρών και των γλουτών
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]loin (fr)