long-lived

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

long-lived (en)

  • διαρκής, αυτός που έχει μεγάλη διάρκεια ζωής