louange
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
louange | louanges |
louange (fr) θηλυκό
- το εγκώμιο, o εγκωμιασμός, το παίνεμα
ενικός | πληθυντικός |
louange | louanges |
louange (fr) θηλυκό