Μετάβαση στο περιεχόμενο

luggage

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

luggage (en) (μη μετρήσιμο)

  • η αποσκευή, οι βαλίτσες που περιέχουν αντικείμενα που μεταφέρω κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μου
      They checked the passengers’ luggage.
    Έλεγξαν τις αποσκευές επιβατών.
      My luggage was overweight.
    Οι αποσκευές μου ήταν υπέρβαρες.