luggage
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η αποσκευή, οι βαλίτσες που περιέχουν αντικείμενα που μεταφέρω κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μου
- ⮡ They checked the passengers’ luggage.
- Έλεγξαν τις αποσκευές επιβατών.
- ⮡ My luggage was overweight.
- Οι αποσκευές μου ήταν υπέρβαρες.
- ⮡ They checked the passengers’ luggage.