lusophone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lusophone | lusophones |
Επίθετο
[επεξεργασία]lusophone (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που μιλάει πορτογαλικά
ενικός | πληθυντικός |
lusophone | lusophones |
lusophone (fr) αρσενικό ή θηλυκό