lusophone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
lusophone lusophones

Επίθετο

[επεξεργασία]

lusophone (fr) αρσενικό ή θηλυκό