mémère

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
mémère mémères

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mémère (fr) θηλυκό