métabolisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
métabolisme | métabolismes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]métabolisme (fr) αρσενικό
- (βιολογία) ο μεταβολισμός
ενικός | πληθυντικός |
métabolisme | métabolismes |
métabolisme (fr) αρσενικό