maður
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισλανδικά
(is)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
maður
(is)
άνδρας
,
άντρας
Κατηγορίες
:
Ισλανδική γλώσσα
Ουσιαστικά (ισλανδικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Ænglisc
Azərbaycanca
Беларуская
Български
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Español
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Føroyskt
Français
Magyar
Ido
Íslenska
日本語
Lëtzebuergesch
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
Nederlands
Polski
Português
Română
Русский
Slovenščina
Svenska
ไทย
Türkçe
Walon
中文