maður
Εμφάνιση
Ισλανδικά (is)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- maður < (κληρονομημένο) παλαιά νορβηγική maðr
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]maður (is) αρσενικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- mann- (ανθρωπο-)