maŝin-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

maŝin- < γαλλική, αγγλική machine, γερμανική Maschine, ρωσική машина, λιθουανική mašina, πολωνική maszyna

Ρίζα[επεξεργασία]

maŝin- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: μηχανή

Παράγωγα[επεξεργασία]