maŝinlingvo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maŝinlingvo | maŝinlingvoj |
αιτιατική | maŝinlingvon | maŝinlingvojn |
maŝinlingvo (eo)
- (πληροφορική) η γλώσσα μηχανής