machine learning
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]machine learning (en) άκλιτο
- (πληροφορική) η μηχανική μάθηση
- συντομογραφία ML
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
machine learning στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ machine learning - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)