Μετάβαση στο περιεχόμενο

learning

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

learning (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

learning (en)