magnétomètre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
magnétomètre | magnétomètres |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
magnétomètre (fr) αρσενικό
- το μαγνητόμετρο
ενικός | πληθυντικός |
magnétomètre | magnétomètres |
magnétomètre (fr) αρσενικό