malgrandiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα malgrandiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | malgrandiĝas | malgrandiĝanta | malgrandiĝata |
αόριστος | malgrandiĝis | malgrandiĝinta | malgrandiĝita |
μέλλοντας | malgrandiĝos | malgrandiĝonta | malgrandiĝota |
υποθετική | malgrandiĝus | - | - |
προστακτική | malgrandiĝu | - | - |
malgrandiĝi (eo)
- φθίνω, γίνομαι μικρότερος