marathon
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]marathon (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- μαραθώνιος, που διαρκεί πολύ και απαιτεί πολλή προσπάθεια, συγκέντρωση κτλ.
It was a marathon legal battle.
- Ήταν μια μαραθώνια νομική μάχη.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
marathon | marathons |
marathon (en)
- ο μαραθώνιος, ο μαραθώνιος δρόμος
How many kilometers do athletes run in a marathon?
- Πόσα χιλιόμετρα τρέχουν οι αθλητές σε έναν μαραθώνιο.
I am running (in) the marathon.
- Τρέχω στον μαραθώνιο.
- ο μαραθώνιος, μια δραστηριότητα ή ένα έργο που διαρκεί πολύ
a TV marathon - τηλεοπτικός μαραθώνιος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
marathon στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
[επεξεργασία]- marathon (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- marathon (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
marathon | marathons |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]marathon (fr) αρσενικό