marca
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
marca | marcas |
marca (pt) θηλυκό
- η μάρκα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
marca | marcas |
marca (pt) θηλυκό