marriage
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
marriage | marriages |
marriage (en)
- ο γάμος, νόμιμη ένωση δύο ανθρώπων
- ⮡ They have a very happy marriage.
- Έχουν έναν πολύ ευτυχισμένο γάμο.
- ⮡ All of his marriages ended in divorce.
- Όλοι οι γάμοι του κατέληξαν σε διαζύγιο.
- ⮡ They have a very happy marriage.
- (μη μετρήσιμο) ο γάμος, το να είμαι παντρεμένος
- ⮡ My parents are celebrating 30 years of marriage.
- Οι γονείς μου γιορτάζουν 30 χρόνια γάμου.
- ⮡ Most of the public in the US now supports gay marriage.
- Το μεγαλύτερο μέρος του κοινού στις ΗΠΑ πλέον υποστηρίζει τον γάμο ομοφύλων.
- ⮡ They strongly disapprove of sex outside (of) marriage.
- Αποδοκιμάζουν έντονα το σεξ εκτός γάμου.
- ⮡ My parents are celebrating 30 years of marriage.
- ο γάμος, η γαμήλια τελετή
- ο γάμος, συνδυασμός δύο πραγμάτων
- ⮡ The new collection is a marriage of fashion and technology.
- Η νέα συλλογή είναι ένας γάμος μόδας και τεχνολογίας.
- ⮡ The new collection is a marriage of fashion and technology.
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- το wedding είναι πιο κοινό με την έννοια της γαμήλιας τελετής