mastoc

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mastoc mastocs

mastoc (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) κοντόχοντρος άνθρωπος

Επίθετο[επεξεργασία]

mastoc (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (ειρωνικό) ογκώδης, εντυπωσιακός