mauresque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mauresque | mauresques |
mauresque (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- χαρακτηριστικός των Maures, των Μαυριτανών