Μετάβαση στο περιεχόμενο

meanwhile

Από Βικιλεξικό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

meanwhile (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

meanwhile (en)

  • το μεσοδιάστημα, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο γεγονότων