Μετάβαση στο περιεχόμενο

meditation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
meditation meditations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

meditation (en)

  • (μη μετρήσιμο) ο διαλογισμός
      Yoga and meditation are good methods for reducing stress.
    Η γιόγκα και ο διαλογισμός είναι καλές μέθοδοι για τη μείωση του στρες.

Συγγενικά

[επεξεργασία]