meditation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
meditation | meditations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]meditation (en)
- (μη μετρήσιμο) ο διαλογισμός
- ⮡ Yoga and meditation are good methods for reducing stress.
- Η γιόγκα και ο διαλογισμός είναι καλές μέθοδοι για τη μείωση του στρες.
- ⮡ Yoga and meditation are good methods for reducing stress.