mitbringen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
mitbringen (de)
- (για πράγματα) φέρνω μαζί μου
mitbringen (de)