Μετάβαση στο περιεχόμενο

moat

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
moat moats

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moat (en)

  • η τάφρος
      The tower is surrounded by a deep moat.
    Ο πύργος περιβάλλεται από βαθιά τάφρο.