moat
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
moat | moats |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]moat (en)
- η τάφρος
- ⮡ The tower is surrounded by a deep moat.
- Ο πύργος περιβάλλεται από βαθιά τάφρο.
- ⮡ The tower is surrounded by a deep moat.