modestie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
modestie | modesties |
modestie (fr) θηλυκό
- η μετριοφροσύνη, η σεμνότητα
ενικός | πληθυντικός |
modestie | modesties |
modestie (fr) θηλυκό