moissonneuse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
moissonneuse moissonneuses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moissonneuse (fr) θηλυκό

  1. η θερίστρια
  2. η θεριστική μηχανή