mollify
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
mollify (en)
- μαλακώνω, καταπραΰνω, κάνω κάτι λιγότερο οδυνηρό
- μαλακώνω, κατευνάζω (πχ κάποιον που έχει θυμώσει)