monocotylédone
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
monocotylédone | monocotylédones |
Επίθετο
[επεξεργασία]monocotylédone (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
monocotylédone | monocotylédones |
monocotylédone (fr) αρσενικό ή θηλυκό