moody

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός moody
συγκριτικός moodier
υπερθετικός moodiest

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
moody < mood + -y

Επίθετο

[επεξεργασία]

moody (en)

  1. άστατος, κυκλοθυμικός, που έχει διαθέσεις που αλλάζουν γρήγορα και συχνά
    a moody character - άστατος χαρακτήρας
    moody behavior - κυκλοθυμική συμπεριφορά
  2. κακόκεφος, κατσούφης, που έχει κακή ψυχική διάθεση, συχνά χωρίς ιδιαίτερο λόγο
    I am moody today.
    Είμαι κακόκεφος σήμερα.
    Why are you so moody today?
    Γιατί είσαι σήμερα τόσο κατσούφα;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sullen

Συνώνυμα

[επεξεργασία]