moody
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | moody |
συγκριτικός | moodier |
υπερθετικός | moodiest |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]moody (en)
- άστατος, κυκλοθυμικός, που έχει διαθέσεις που αλλάζουν γρήγορα και συχνά
- ↪ a moody character - άστατος χαρακτήρας
- ↪ moody behavior - κυκλοθυμική συμπεριφορά
- κακόκεφος, κατσούφης, που έχει κακή ψυχική διάθεση, συχνά χωρίς ιδιαίτερο λόγο