Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
ευέξαπτος
1 γλώσσα
English
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ευέξαπτ
ος
η
ευέξαπτ
η
το
ευέξαπτ
ο
γενική
του
ευέξαπτ
ου
της
ευέξαπτ
ης
του
ευέξαπτ
ου
αιτιατική
τον
ευέξαπτ
ο
την
ευέξαπτ
η
το
ευέξαπτ
ο
κλητική
ευέξαπτ
ε
ευέξαπτ
η
ευέξαπτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ευέξαπτ
οι
οι
ευέξαπτ
ες
τα
ευέξαπτ
α
γενική
των
ευέξαπτ
ων
των
ευέξαπτ
ων
των
ευέξαπτ
ων
αιτιατική
τους
ευέξαπτ
ους
τις
ευέξαπτ
ες
τα
ευέξαπτ
α
κλητική
ευέξαπτ
οι
ευέξαπτ
ες
ευέξαπτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
ευέξαπτος
<
εὖ
+
ἐξάπτω
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
ευέξαπτος
-η -ο
αυτός που
θυμώνει
,
εξάπτεται
εύκολα
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
ευερέθιστος
θερμόαιμος
οξύθυμος
οργίλος
Αντώνυμα
[
επεξεργασία
]
ήμερος
ήπιος
πράος
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
ευέξαπτος
αγγλικά
:
irascible
(en)
γαλλικά
:
irascible
(fr)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
ευέξαπτος
1 γλώσσα
Προσθήκη θέματος