εξάπτομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξάπτομαι < παθητική φωνή του ρήματος εξάπτω
Ρήμα
[επεξεργασία]εξάπτομαι , στ.μέλλ.: θα εξαφθώ, αόρ.: εξάφθηκα, μτχ.π.π.: εξημμένος
- με εξάπτουν
- με αυτές τις διηγήσεις εξάφθηκε η φαντασία του
- θυμώνω, νευριάζω, "ανάβω"
- μην εξάπτεσαι, θα σου τα εξηγήσω όλα!