εξάπτομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξάπτομαι < παθητική φωνή του ρήματος εξάπτω

Ρήμα[επεξεργασία]

εξάπτομαι , στ.μέλλ.: θα εξαφθώ, αόρ.: εξάφθηκα, μτχ.π.π.: εξημμένος

  1. με εξάπτουν
    με αυτές τις διηγήσεις εξάφθηκε η φαντασία του
  2. θυμώνω, νευριάζω, "ανάβω"
    μην εξάπτεσαι, θα σου τα εξηγήσω όλα!

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]