ερεθίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερεθίζομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ερεθίζομαι
- δέχομαι ένα εξωτερικό ερέθισμα
- κοκκινίζω, φλεγμαίνω (για το δέρμα ή άλλα όργανα του σώματος)
- διεγείρομαι σεξουαλικά
- θυμώνω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ερεθίζομαι
|