φλεγμαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φλεγμαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φλεγμαίνω < φλέγω
Ρήμα
[επεξεργασία]φλεγμαίνω (παθητική φωνή: φλεγμαίνομαι)
- (ιατρική) για ιστό που παρουσιάζει φλεγμονή, που αντιδρά σε μόλυνση από παθογόνους μικροοργανισμούς με τοπικό οίδημα, πόνο, κοκκίνισμα και, πιθανόν, πυρετό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- φλεγμαίνων
- → δείτε τη λέξη φλεγμονή
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φλεγμαίνω | φλέγμαινα | θα φλεγμαίνω | να φλεγμαίνω | φλεγμαίνοντας | |
β' ενικ. | φλεγμαίνεις | φλέγμαινες | θα φλεγμαίνεις | να φλεγμαίνεις | φλέγμαινε | |
γ' ενικ. | φλεγμαίνει | φλέγμαινε | θα φλεγμαίνει | να φλεγμαίνει | ||
α' πληθ. | φλεγμαίνουμε | φλεγμαίναμε | θα φλεγμαίνουμε | να φλεγμαίνουμε | ||
β' πληθ. | φλεγμαίνετε | φλεγμαίνατε | θα φλεγμαίνετε | να φλεγμαίνετε | φλεγμαίνετε | |
γ' πληθ. | φλεγμαίνουν(ε) | φλέγμαιναν φλεγμαίναν(ε) |
θα φλεγμαίνουν(ε) | να φλεγμαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φλέγμανα | θα φλεγμάνω | να φλεγμάνω | φλεγμάνει | ||
β' ενικ. | φλέγμανες | θα φλεγμάνεις | να φλεγμάνεις | φλέγμανε | ||
γ' ενικ. | φλέγμανε | θα φλεγμάνει | να φλεγμάνει | |||
α' πληθ. | φλεγμάναμε | θα φλεγμάνουμε | να φλεγμάνουμε | |||
β' πληθ. | φλεγμάνατε | θα φλεγμάνετε | να φλεγμάνετε | φλεγμάνετε | ||
γ' πληθ. | φλέγμαναν φλεγμάναν(ε) |
θα φλεγμάνουν(ε) | να φλεγμάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φλεγμάνει | είχα φλεγμάνει | θα έχω φλεγμάνει | να έχω φλεγμάνει | ||
β' ενικ. | έχεις φλεγμάνει | είχες φλεγμάνει | θα έχεις φλεγμάνει | να έχεις φλεγμάνει | ||
γ' ενικ. | έχει φλεγμάνει | είχε φλεγμάνει | θα έχει φλεγμάνει | να έχει φλεγμάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε φλεγμάνει | είχαμε φλεγμάνει | θα έχουμε φλεγμάνει | να έχουμε φλεγμάνει | ||
β' πληθ. | έχετε φλεγμάνει | είχατε φλεγμάνει | θα έχετε φλεγμάνει | να έχετε φλεγμάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν φλεγμάνει | είχαν φλεγμάνει | θα έχουν φλεγμάνει | να έχουν φλεγμάνει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φλεγμαίνω
|