φλέγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλέγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φλέγω
Ρήμα[επεξεργασία]
φλέγω,[1] ενεργητική μετοχή: φλέγων, παθητική φωνή: φλέγομαι [2]
- (μεταφορικά) καίω, πυρπολώ, προκαλώ έντονα συναισθήματα
- ↪ το παράδειγμα των ηρώων αυτών φλέγει τις καρδιές μας
[επεξεργασία]
θέμα φλεγ-
θέμα φλογ- → δείτε τη λέξη φλόγα
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φλέγω | έφλεγα | θα φλέγω | να φλέγω | φλέγοντας | |
β' ενικ. | φλέγεις | έφλεγες | θα φλέγεις | να φλέγεις | φλέγε | |
γ' ενικ. | φλέγει | έφλεγε | θα φλέγει | να φλέγει | ||
α' πληθ. | φλέγουμε | φλέγαμε | θα φλέγουμε | να φλέγουμε | ||
β' πληθ. | φλέγετε | φλέγατε | θα φλέγετε | να φλέγετε | φλέγετε | |
γ' πληθ. | φλέγουν(ε) | έφλεγαν φλέγαν(ε) |
θα φλέγουν(ε) | να φλέγουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έφλεξα | θα φλέξω | να φλέξω | φλέξει | ||
β' ενικ. | έφλεξες | θα φλέξεις | να φλέξεις | φλέξε | ||
γ' ενικ. | έφλεξε | θα φλέξει | να φλέξει | |||
α' πληθ. | φλέξαμε | θα φλέξουμε | να φλέξουμε | |||
β' πληθ. | φλέξατε | θα φλέξετε | να φλέξετε | φλέξτε | ||
γ' πληθ. | έφλεξαν φλέξαν(ε) |
θα φλέξουν(ε) | να φλέξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φλέξει | είχα φλέξει | θα έχω φλέξει | να έχω φλέξει | ||
β' ενικ. | έχεις φλέξει | είχες φλέξει | θα έχεις φλέξει | να έχεις φλέξει | ||
γ' ενικ. | έχει φλέξει | είχε φλέξει | θα έχει φλέξει | να έχει φλέξει | ||
α' πληθ. | έχουμε φλέξει | είχαμε φλέξει | θα έχουμε φλέξει | να έχουμε φλέξει | ||
β' πληθ. | έχετε φλέξει | είχατε φλέξει | θα έχετε φλέξει | να έχετε φλέξει | ||
γ' πληθ. | έχουν φλέξει | είχαν φλέξει | θα έχουν φλέξει | να έχουν φλέξει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ «φλέγομαι» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλέγω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰel- (καίω, λάμπω)
[επεξεργασία]
θέμα φλεγ-
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
θέμα φλογ- → δείτε τη λέξη φλόξ
Πηγές[επεξεργασία]
- «φλέγω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «φλέγω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.